- Ιαωλκος
- Ἰαωλκόςἡ Hom. = Ἰωλκός См. Ιωλκος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἰαωλκός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαωλκοῦ — Ἰαωλκός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαωλκῷ — Ἰαωλκός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαωλκόν — Ἰαωλκός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαωλκῶι — Ἰαωλκῷ , Ἰαωλκός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)